- ἀμηχανοποιέομαι
- ἀμηχᾰνο-ποιέομαι,A go awkwardly to work,
μηχανοποιέοντα ἀ. Hp.Fract.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχανοποιέοντα ἀ. Hp.Fract.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμηχανοποιεῖ — ἀμηχανοποιέομαι go awkwardly to work pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανοποιέεσθαι — ἀμηχανοποιέομαι go awkwardly to work pres inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)